Διαγνωστική προσέγγιση Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων (Sexually Transmitted Diseases, STDs)
Περισσότερα από 30 διαφορετικά παθογόνα (βακτήρια, ιοί και παράσιτα) είναι γνωστό ότι μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής επαφής. Οκτώ από αυτά είναι τα συχνότερα αίτια των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Οι λοιμώξεις που προκαλούν μπορεί να είναι ιάσιμες, όπως σύφιλη, γονόρροια, χλαμύδια και τριχομονίαση ή μη, όπως ηπατίτιδα Β, λοίμωξη από τον ιό απλού έρπητα (HSV), τον ιό HIV και τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV). Στην περίπτωση των μη ιάσιμων ιογενών νοσημάτων, η εφαρμογή θεραπείας μπορεί να μειώσει τα ανεπιθύμητα συμπτώματα και να έχει θετικό όφελος στην πορεία και την έκβαση της ασθένειας.
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μεταδίδονται κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής, ενώ ορισμένα από αυτά είναι δυνατόν να μεταδοθούν και μέσω του αίματος. Επίσης, κάποια από αυτά συμπεριλαμβανομένων των οποίων η σύφιλη, η ηπατίτιδα Β, ο ιός HIV, τα χλαμύδια, η γονόρροια, ο ιός του έρπητα και του HPV, μπορούν να μεταδοθούν από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια της κύησης και του τοκετού.
Η παρουσία ενός σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος δεν συνοδεύεται απαραίτητα από την εκδήλωση συμπτωμάτων ασθένειας, ενώ κάποιες φορές μπορεί αυτά να είναι ιδιαιτέρως ελαφρά. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό ορισμένα άτομα να φέρουν την λοίμωξη χωρίς να το γνωρίζουν και αυτός είναι ο λόγος που αποκαλούνται επίσης “ως σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις” (Sexually Transmitted Infections – STIs). Η συμπτωματολογία των STDs περιλαμβάνει συνήθως κολπικές ή ουρηθρικές εκκρίσεις, αίσθημα “καύσους” κυρίως στους άνδρες, έλκη γεννητικών οργάνων και κοιλιακό άλγος.
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία παγκοσμίως, αφού περισσότερες από 1.000.000 μολύνσεις εντοπίζονται καθημερινά. Το γεγονός αυτό καθιστά την πρόληψη της μετάδοσης των νοσημάτων αυτών πολύ σημαντική, η οποία προϋποθέτει τροποποίηση συμπεριφοράς, αντιλήψεων, συνηθειών και πρακτικών.
Η ανίχνευση του αιτιολογικού παράγοντα της λοίμωξης μπορεί, πλέον, να επιτευχθεί με τη εφαρμογή μοριακών τεχνικών (PCR), ενώ παρέχεται η δυνατότητα και για ταυτόχρονο έλεγχο της παρουσίας πολλαπλών παθογόνων που προκαλούν κάποια από αυτά τα νοσήματα με την χρήση ειδικά σχεδιασμένων panel γι’ αυτό τον σκοπό.
Η “ανάλυση”, ανιχνεύει το DNA των μικροοργανισμών και ιών που προκαλούν Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα με το σύστημα αντιδραστηρίων PANAGENE PANA RealTyperTM STD (CE IVD), το οποίο παρέχει με εξαιρετική ευαισθησία την δυνατότητα εντοπισμού κατά τη φάση της ενεργού λοίμωξης (περίοδος στην οποία οι μικροοργανισμοί πολλαπλασιάζονται ενεργά) 13 παθογόνων ταυτόχρονα πιθανώς υπεύθυνων αυτής.
Συγκεκριμένα ο έλεγχος αφορά τα: Chlamydia trachomatis, Mycoplasma genitalium, Mycoplasma hominis, Ureaplasma urealyticum, Ureaplasma parvum, Neisseria gonorrhoea, Trichomonas vaginalis, Candida albicans, Treponema pallidum, Haemophilus ducreyi, Gardnerella vaginalis, HSV-1 και HSV-2.
Ο μοριακός εργαστηριακός έλεγχος των σεξουαλικά ενεργών ατόμων για την παρουσία των παραπάνω παθογόνων, είναι πολύ σημαντικός για την έγκαιρη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Ιδιαίτερα στα άτομα με αυξημένη πιθανότητα έκθεσης σ’ αυτά, και λόγω της πιθανότητας ασυμπτωματικής λοίμωξης, ο έλεγχος θα πρέπει να πραγματοποιείται συστηματικά σε ετήσια βάση.
Τέλος, ο συγκεκριμένος έλεγχος και κυρίως όσον αφορά στα χλαμύδια και στην γονόρροια κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, κρίνεται απαραίτητος για την αποφυγή σοβαρών επιπλοκών στα νεογέννητα βρέφη.