Μοριακή ανίχνευση μεταλλαγών κυστικής ίνωσης, CF
Η κυστική ίνωση (Cystic Fibrosis) θεωρείται παγκοσμίως ως η πιο διαδεδομένη κληρονομική νόσος στη λευκή φυλή. Στην Ελλάδα η συγκεκριμένη νόσος είναι η δεύτερη σε συχνότητα φορέων μετά τη Μεσογειακή αναιμία. Οι φορείς της νόσου υπολογίζονται περίπου στο 4% του ελληνικού πληθυσμού. Η νόσος κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι ένα ζευγάρι φορέων έχει σε κάθε κύηση 25% πιθανότητα απόκτησης παιδιού πάσχοντος από κυστική ίνωση.
Πρόκειται για μία πολυσυστηματική νόσο, τα συμπτώματα της οποίας περιλαμβάνουν χρόνιες λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, αδυναμία έκκρισης παγκρεατικών ενζύμων καθώς και συμπτώματα που αφορούν το πεπτικό-γαστρεντερικό και το αναπαραγωγικό σύστημα (υπογονιμότητα).
Η κυστική ίνωση οφείλεται σε περισσότερες από 2000 μεταλλάξεις που εντοπίζονται στο γονίδιο CFTR (Cystic Fibrosis Transmembrane Regulator). Ο μεγάλος αριθμός των μεταλλάξεων αντανακλά και την μεγάλη ποικιλομορφία των κλινικών εκδηλώσεων. Η συχνότητα και το είδος των μεταλλάξεων ποικίλουν ανάμεσα στους διάφορους πληθυσμούς.
Η πιο συχνή μετάλλαξη, η “ΔF508”, εμφανίζεται στο ~50% των πασχόντων και αποτελεί συνήθως το πρώτο στάδιο ελέγχου για τη νόσο. Διάφορα συστήματα αντιδραστηρίων που κυκλοφορούν στο εμπόριο μπορούν να ανιχνεύσουν το 75%-85% των μεταλλάξεων που απαντώνται στον ελληνικό πληθυσμό. Η εφαρμογή πλήρους αλληλούχησης του γονιδίου CFTR με NGS (Next Generation Sequencing) και σε συνδυασμό με τη μέθοδο MLPA (Multiplex Ligation-dependent Probe Amplification) για την ανίχνευση ελλείψεων ή διπλασιασμών συνιστούν τον πλήρη γονιδιακό έλεγχο για τη συγκεκριμένη νόσο.
Ο μοριακός έλεγχος του γονιδίου CFTR συνιστάται σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό κυστικής ίνωσης καθώς και σε ζευγάρια που πρόκειται να τεκνοποιήσουν.