Νόσος Lyme / Νευρομπορρελίωση
Η νόσος Lyme ή Lyme μπορρελίωση είναι η πιο συχνή ζωοανθρωπονόσος (βακτηριακή λοίμωξη) που προκαλείται από τις σπειροχαίτες του συμπλέγματος Borrelia burgdorferi sensu lato. Το σύμπλεγμα περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 είδη εκ των οποίων τα κυρίως παθογόνα για τον άνθρωπο είναι η Borrelia afzelii, η Borrelia burgdorferi sensu stricto, η Borrelia garinii και η Borrelia spielmanii.
Βρίσκονται σε μεγάλο εύρος σπονδυλωτών ξενιστών όπως μικρά τρωκτικά, ερπετά, πουλιά, μεγάλα θηλαστικά καθώς και σε κρότωνες φορείς (στην Ευρώπη του γένους Ixodes ricinus) μέσω των οποίων μεταδίδονται στον άνθρωπο κατόπιν δήγματος.
Η νόσος είναι πολυσυστηματική και το κλινικό της φάσμα ποικίλει από ασυμπτωματικές μέχρι μορφές γενικής φλεγμονώδους προσβολής του δέρματος, του νευρικού συστήματος, των αρθρώσεων, της καρδιάς και άλλων οργάνων.
Οι κλινικές εκδηλώσεις της μπορρελίωσης κατατάσσονται σε τρία στάδια:
Στάδιο 1 – πρώιμη τοπική λοίμωξη, χαρακτηριζόμενη από εκτεταμένη δερματική βλάβη στο σημείο του δήγματος του κρότωνα στο 70-80% των περιπτώσεων, γνωστή ως Μεταναστευτικό Ερύθημα (ΕΜ). Εμφανίζεται λίγες μέρες έως και ένα μήνα μετά το δήγμα, είναι κυρίως ασυμπτωματικό, ενώ κάποιες φορές αναφέρονται υπαισθησία, φλεγμονή, κνησμός, πόνος, συνοδευόμενα από δυσφορία, κόπωση, πονοκέφαλο, αρθραλγία, πυρετό, που υποδηλώνουν και την έναρξη διασποράς της σπειροχαίτης.
Στάδιο 2 – γενικευμένη λοίμωξη, αρκετές εβδομάδες ή μήνες μετά το δήγμα, χαρακτηρίζεται από την αιματογενή διασπορά της σπειροχαίτης, την εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό της σε διαφορά όργανα . Σ´ αυτό το στάδιο εμφανίζονται κλινικές εκδηλώσεις από το νευρικό σύστημα, από το μυοσκελετικό σύστημα, από την καρδιά και αλλά όργανα.
Στάδιο 3 – εμμένουσα νόσος με εκδηλώσεις από το νευρικό σύστημα, τις αρθρώσεις ή το δέρμα, μήνες ή χρόνια μετά τα πρώτα στάδια.
Το πρώτο και δεύτερο στάδιο συνιστούν την οξεία πρώιμη νόσο, ενώ το τρίτο στάδιο την όψιμη η χρόνια μορφή.
Η Lyme νευρομπορρελίωση είναι η πιο συχνή εκδήλωση του 2ου σταδίου στην Ευρώπη και συνοδεύεται συνήθως από λεμφοκυτταρική μηνιγγοριζίτιδα (σύνδρομο Bannwarth), πάρεση του προσωπικού νεύρου, αισθητικές διαταραχές, μηνιγγίτιδα (κυρίως στα παιδιά) ενώ σπανιότερα είναι δυνατόν να εμφανιστούν εγκεφαλίτιδα η μυελίτιδα.
Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες, για την διάγνωση της οξείας Lyme νευρομπορρελίωσης, απαιτείται η επιβεβαιωμένη ενδορραχιαία σύνθεση (παραγωγή) ειδικών αντισωμάτων έναντι της Borrelia burgdorferi sensu lato σε συνδυασμό με τον αυξημένο αριθμό λευκοκυττάρων στο ΕΝΥ και την κλινική εικόνα του ασθενούς. Ωστόσο, σ’ ένα ποσοστό που προσεγγίζει το 20% δεν ανιχνεύεται η παρουσία ειδικών αντισωμάτων κατά την αρχική φάση της νόσου.
Ο βιοδείκτης CXCL13 είναι μια χημειοκίνη που εκκρίνεται νωρίς σε υψηλά επίπεδα στο ΕΝΥ από μονοκύτταρα και δενδριτικά κύτταρα της περιοχής, κατόπιν αλληλεπίδρασης αυτών με τις λιποπρωτεΐνες της πλασματικής μεμβράνης του βακτηρίου. Χάρη στην δράση της, προσελκύονται β-λεμφοκύτταρα στο ΕΝΥ τα οποία διαφοροποιούμενα σε πλασματοκύτταρα παράγουν τα ειδικά έναντι της Borrelia αντισώματα. Όπως γίνεται αντιληπτό, η παραγωγή της χημειοκίνης προηγείται σαφώς της ενδορραχιαίας σύνθεσης των αντισωμάτων και ως εκ τούτου η ανίχνευσή της συνιστά έναν αξιόπιστο πρώιμο βιοδείκτη στη διάγνωση της οξείας Lyme νευρομπορρελίωσης.
Επιπλέον, επειδή ο συγκεκριμένος δείκτης βαίνει ταχέως μειούμενος κατόπιν επιτυχούς αντιμικροβιακής αγωγής, σε αντίθεση με τον αντισωματικό δείκτη που δεν επηρεάζεται, είναι κατάλληλος και για την παρακολούθηση της θεραπευτικής ανταπόκρισης του ασθενούς.
Η “ανάλυση”, παρακολουθώντας αδιαλείπτως τις εξελίξεις στο χώρο της εργαστηριακής ιατρικής έχει την δυνατότητα, εκτός του αντισωματικού (elisa, immunobloting) και μοριακού (PCR) ελέγχου, και του προσδιορισμού της συγκεκριμένης χημειοκίνης CXCL13 βοηθώντας τον κλινικό ιατρό στην έγκαιρη διάγνωση της Lyme νευρομπορρελίωσης και στην ορθότερη αντιμετώπισή της.