Ανίχνευση κηραμιδίων στο αίμα για την αξιολόγηση του κινδύνου καρδιακής προσβολής
Μια νέα εξέταση στο αίμα εφαρμόζεται για την πρόβλεψη ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών επεισοδίων σε ασθενείς με εξελισσόμενη στεφανιαία νόσο. Η εξέταση αυτή μετράει τη συγκέντρωση των κηραμιδίων του πλάσματος, μιας τάξης λιπιδίων που συνδέονται στενά με την εξέλιξη των καρδιαγγειακών νόσων και είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τους ασθενείς με στεφανιαία νόσο η οποία δεν παρουσιάζει βελτίωση μετά από θεραπεία ή για νέους ασθενείς με πρώιμη στεφανιαία νόσο.
Ο έλεγχος αυτός βοηθά τους κλινικούς ιατρούς να αναγνωρίσουν τα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο. Επίσης χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της θεραπείας εάν είναι αναγκαία, σε άτομα με ενδιάμεσο κίνδυνο.
Η ανίχνευση κηραμιδίων στο πλάσμα του αίματος είναι ένας πολλά υποσχόμενος βιοδείκτης για την πρόβλεψη καρδιαγγειακών επεισοδίων στην πρωτοβάθμια και/ή στην δευτεροβάθμια πρόληψη.
Ο έλεγχος των κηραμιδίων στο πλάσμα του αίματος πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με την κλινική αξιολόγηση και την αξιολόγηση κινδύνου του ασθενούς ως βοήθημα στην πρόβλεψη του κινδύνου επικείμενων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβάντων. Οι κίνδυνοι που προβλέπονται από την μέτρηση των κηραμιδίων είναι ανεξάρτητοι από τους κλασικούς βιοδείκτες που χρησιμοποιούνται, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου, του καπνίσματος και του ιστορικού στεφανιαίας νόσου. Σύμφωνα με μελέτες, με την μέτρηση των κηραμιδίων στο πλάσμα είναι δυνατόν να προβλεφθεί η πιθανότητα ανεπιθύμητου καρδιαγγειακού συμβάντος εντός ενός έτους σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, ενώ σε ασθενείς με υποψία στεφανιαίας νόσου και/ή χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας, ο έλεγχος μπορεί να προβλέψει την πιθανότητα ενός συμβάντος εντός τριών έως πέντε ετών.
Πηγές: European Heart Journal, Canadian Journal of Cardiology, International Journal of Epidemiology