Ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του υποδοχέα του φολικού οξέος – Τεστ FRAT
Το φολικό οξύ (folate) ή βιταμίνη Β9 είναι ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό για την ανάπτυξη του ανθρώπου και τη σωστή λειτουργία του νευρικού συστήματος, το οποίο δεν συντίθεται στον οργανισμό και η διατήρηση του σε φυσιολογικά επίπεδα εξαρτάται από τη διατροφή και τη λήψη συμπληρωμάτων. Ανεπαρκή επίπεδα φολικού οξέος μπορεί να οφείλονται σε χαμηλή διαιτητική πρόσληψη, κακή απορρόφηση του προσλαμβανόμενου φολικού οξέος ή αλλαγές στον μεταβολισμό λόγω γενετικών παραγόντων ή φαρμάκων. Η ανεπάρκεια του φολικού οξέος έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για διαταραχές του νευρικού σωλήνα, καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνο και γνωστικές δυσλειτουργίες. Η λήψη συμπληρωμάτων του φολικού οξέος μπορεί να έχει τη μορφή φυλλικού οξέος (folic acid), φολινικού οξέος (folinic acid) ή 5-methyltetrahydrofolate (5-MTHF). Ο υποδοχέας του φολικού οξέος (folate receptor) είναι υπεύθυνος για την μεταφορά του σε διάφορους ιστούς όπως ο εγκέφαλος, ο πλακούντας και οι ωοθήκες. Η μεταφορά του φολικού οξέος στον εγκέφαλο είναι απαραίτητη ώστε αυτός να διατηρηθεί υγιής και λειτουργικός.
Η παρουσία στον οργανισμό αντισωμάτων έναντι του υποδοχέα του φολικού οξέος (FRA) είναι ένδειξη ότι το φολικό οξύ δεν διανέμεται κατάλληλα κατά μήκος του αιματοεγκεφαλικού φραγμού, ή σε άλλους σημαντικούς ιστούς όπως ο πλακούντας και οι ωοθήκες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το φολικό οξύ είτε «μπλοκάρεται» είτε «δεσμεύεται» από αυτά τα αντισώματα, εμποδίζοντας τελικά τη σωστή απελευθέρωσή του. Τα αντισώματα αυτά έχουν ανιχνευθεί στο αίμα πολυάριθμων ατόμων με διαταραχές όπως εγκεφαλική ανεπάρκεια φολικού οξέος, διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού, υπογονιμότητα στις γυναίκες και κυήσεις με έμβρυα που πάσχουν από διαταραχές του νευρικού σωλήνα. Επιπρόσθετα, τα αντισώματα αυτά έχουν ανευρεθεί και σε γονείς παιδιών με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού.
Το τεστ FRAT (Folate Receptor Antibody Test) μετράει την παρουσία των αντισωμάτων έναντι στον υποδοχέα του φολικού οξέος για την αξιολόγηση της ορθής μεταφοράς του στους διάφορους ιστούς. Τα επίπεδα των αντισωμάτων τείνουν να κυμαίνονται με την πάροδο του χρόνου και επίσης μπορεί να επηρεάζονται και από τη διατροφή (π.χ. πρόληψη γάλακτος). Το τεστ FRAT αποτελείται από 2 δοκιμές – μια δοκιμή αποκλεισμού (blocking assay) και μια δοκιμή δέσμευσης (binding assay) με μέτρηση αντισωμάτων και των δύο τύπων. Και οι δύο τύποι αντισωμάτων εμποδίζουν τη μεταφορά του φολικού οξέος στους ιστούς. Τα αντισώματα αποκλεισμού εμποδίζουν ευθέως την πρόσβαση του φολικού οξέος στον υποδοχέα ενώ τα αντισώματα δέσμευσης επηρεάζουν τη γενική θέση του υποδοχέα ώστε το φολικό οξύ δεν μπορεί να τον διαπεράσει και να εισέλθει σωστά στον ιστό. Έμμεσα, η δοκιμή αυτή δίνει την πληροφορία για τη διαθεσιμότητα του φολικού οξέος (και της ενεργούς μορφής του 5-MTHF) στους ιστούς. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν είτε ένα από τα είδη αντισωμάτων (αποκλεισμού ή δέσμευσης) είτε και τα δύο. Το τεστ FRAT ελέγχει την παρουσία και των δύο κατηγοριών αντισωμάτων ώστε να διασφαλιστεί το ακριβές και αξιόπιστο αποτέλεσμα.
Σε κάποιες περιπτώσεις εγκεφαλικής ανεπάρκειας φολικού οξέος και διαταραχών στο φάσμα του αυτισμού, η χορήγηση μεταβολιτών του φολικού οξέος όπως το 5-MTHF και το φολινικό οξύ οδήγησε σε κλινική βελτίωση. Αυτό οφείλεται στο ότι οι μεταβολίτες μπορούν να εισέλθουν στον εγκέφαλο μέσω άλλων μεταφορέων. Η “ανάλυση” διενεργεί το τεστ FRAT για την ανίχνευση των αντισωμάτων έναντι του υποδοχέα του φολικού οξέος. Ο έλεγχος αυτός συμβάλει σημαντικά στην θεραπευτική προσέγγιση που ως στόχο έχει την κλινική βελτίωση των ασθενών που πάσχουν από εγκεφαλική ανεπάρκεια φολικού οξέος, διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού ή σχετικές διαταραχές.