ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER
ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ MY ANALYSI
25-years-logo
espa_logo

Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου – Ο ρόλος της καλπροτεκτίνης και λακτοφερρίνης των κοπράνων στη διαφορική διάγνωση

Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD) ονομάζεται η χρόνια φλεγμονή που εμφανίζεται σε διάφορα σημεία του πεπτικού σωλήνα. Περιλαμβάνει τη νόσο του Crohn και την ελκώδη κολίτιδα. Στην ελκώδη κολίτιδα, η φλεγμονή επηρεάζει τον βλεννογόνο και είναι σχετικά επιφανειακή. Συνήθως περιορίζεται στο παχύ έντερο αν και σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εντοπιστεί και σε άλλα τμήματα του πεπτικού σωλήνα. Στη νόσο του Crohn η φλεγμονή εντοπίζεται βαθύτερα στον ιστό και μπορεί να εμφανιστεί σε όλο το μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα. Και στις δύο περιπτώσεις, η νόσος εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως αιματηρή διάρροια, κοιλιακό άλγος, πυρετό κ.α. 

Η διάγνωση της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου γίνεται έπειτα από αποκλεισμό εναλλακτικών ή συνυπαρχουσών καταστάσεων, όπως είναι το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου (IBS). Το συγκεκριμένο σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από διαταραχή στη λειτουργία του παχέος εντέρου, είναι μια χρόνια πάθηση από την οποία δεν προκαλείται σοβαρή νόσος, τα συμπτώματα ωστόσο που την συνοδεύουν είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής των πασχόντων. 

Η διαγνωστική προσέγγιση των νόσων αυτών βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς, στην κλινική εξέταση, στα εργαστηριακά ευρήματα, στα αποτελέσματα  των απεικονιστικών και ιστολογικών εξετάσεων καθώς επίσης και στα ενδοσκοπικά ευρήματα. Εργαστηριακά, οι μη ειδικοί δείκτες φλεγμονής στο αίμα (C αντιδρώσα πρωτεΐνη, ΤΚΕ, αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων,  κ.α) σε συνδυασμό με τα συμπτώματα των ασθενών όπως η διάρροια ή ο πυρετός, δεν επαρκούν ώστε να διαγνωστούν με ασφάλεια οι φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου. Εξαιτίας αυτού, είναι σημαντική η καθυστέρηση στη διάγνωσής τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται. 

Η καλπροτεκτίνη και η λακτοφερρίνη συνιστούν δύο εξαιρετικούς διαγνωστικούς δείκτες φλεγμονής του εντέρου. Η καλπροτεκτίνη είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στα ουδετερόφιλα κύτταρα του αίματος. Στις περιπτώσεις φλεγμονής του εντέρου, η αυξημένη συγκέντρωση αυτών (ουδετερόφιλα) που συμβαίνει στην περιοχή, ακολουθείται από ανάλογη απελευθέρωση της καλπροτεκτίνης. 

Αυξημένα επίπεδα καλπροτεκτίνης στα κόπρανα ανευρίσκονται σε περιπτώσεις χρόνιας φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, γαστρεντερίτιδας, νεκρωτικής εντεροκολίτιδας, αλλεργικής κολίτιδας, κυστικής ίνωσης και καρκινώματος του παχέος εντέρου. 

Η λακτοφερρίνη είναι επίσης μια πρωτεΐνη, η οποία δεσμεύει σίδηρο και υπάρχει στα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα. Τα επίπεδα λακτοφερρίνης στα κόπρανα είναι ένα μέτρο της μετανάστευσης αυτών των κυττάρων (ουδετερόφιλα), η οποία προκαλείται σε περιπτώσεις φλεγμονώδους αντίδρασης στον εντερικό σωλήνα και σχετίζεται άμεσα με την ένταση αυτής της αντίδρασης. 

Αυξημένα επίπεδα λακτοφερρίνης στα κόπρανα ανευρίσκονται (όπως συμβαίνει και με την  καλπροτεκτίνη)  σε περιπτώσεις χρόνιας φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, γαστρεντερίτιδας και καρκινώματος του παχέος εντέρου. 

 Σε παθήσεις λειτουργικών διαταραχών όπως είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, τα επίπεδα καλπροτεκτίνης και λακτοφερρίνης βρίσκονται εντός φυσιολογικών ορίων.

Ο προσδιορισμός της καλπροτεκτίνης και της λακτοφερρίνης στα κοπράνα είναι δύο απλές, μη επεμβατικές εξετάσεις που μπορούν εύκολα να πραγματοποιηθούν πριν από οποιαδήποτε απεικονιστική ή ενδοσκοπική διαδικασία. Αποτελούν ευαίσθητους   διαγνωστικούς δείκτες της  φλεγμονώδους νόσου  του εντέρου, διαδραματίζοντας  σημαντικό ρόλο  στη διαφορική διάγνωσή  της από το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου. 

Επιπλέον είναι σημαντικό και  θα πρέπει ν αναφερθεί, ότι η μέτρηση των επιπέδων τους  (καλπροτεκτίνης και λακτοφερίνης) συμβάλλει τόσο στην παρακολούθηση της πορείας της νόσου (φλεγμονώδης νόσος του εντέρου), όσο και στην ανταπόκρισή της στην χορηγούμενη  φαρμακευτική αγωγή, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο την θεραπευτική της αντιμετώπιση.

circles2