Οι παραλλαγές του μικροβιώματος του εντέρου μπορεί να είναι προγνωστικές για προκαρκινικές βλάβες και καρκίνο του παχέος εντέρου
ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ — Τα άτομα με προκαρκινικές αλλοιώσεις του παχέος εντέρου, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στην σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου τους σε σύγκριση με αυτήν του γενικού πληθυσμού. Οι διαφορές αυτές παρατηρούνται έως και 5 χρόνια πριν από την ανάπτυξη των βλαβών, σύμφωνα με μια μεγάλη έρευνα διαρκείας 22 ετών, από τη μελέτη του Dutch Microbiome Project.
«Τα ευρήματα αυτής της μελέτης καταδεικνύουν τον πιθανό ρόλο της μικροχλωρίδας του εντέρου στην ανάπτυξη προκαρκινικών βλαβών και καρκίνου του παχέος εντέρου», ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης Ranko Gacesa, PhD από το Τμήμα Γαστρεντερολογίας του Πανεπιστημίου του Groningen της Ολλανδίας, ο οποίος συνεχίζοντας τόνισε ότι «η ανάλυση της σύνθεσης της μικροχλωρίδας του εντέρου μπορεί να συμβάλλει στην ανίχνευση πολύποδων του παχέος εντέρου, ενώ η τροποποίησή της κατόπιν θεραπευτικής παρέμβασης μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου». Τα παραπάνω αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στην εβδομάδα της United European Gastroenterology (UEG) 2023, για τα οποία αυτός και η ομάδα του κέρδισαν το πρώτο βραβείο περίληψης του συνεδρίου.
Είναι γνωστό ότι το μικροβίωμα του εντέρου συνδέεται με τον καρκίνο του παχέος εντέρου (CRC). Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι τα βακτήρια Bacteroides fragilis και Alistipes finegoldii προκαλούν CRC σε μοντέλα ποντικών, εξήγησε ο Gacesa.
Στην τρέχουσα μελέτη, αυτός και οι συνεργάτες του, διερεύνησαν τη δυνατότητα ανίχνευσης προκαρκινικών βλαβών του παχέος εντέρου με την βοήθεια της ανάλυσης της μικροχλωρίδας αυτού. Η μη επεμβατική ανοσοχημική εξέταση κοπράνων (FIT), που πρόσφατα αποδείχθηκε ότι προτιμάται μεταξύ των ασθενών, εμφανίζει μεγάλο αριθμό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, οδηγώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε πολλές περιττές κολονοσκοπήσεις.
«Υπολογίστηκε ότι η αξιοποίηση της ανάλυσης της μικροχλωρίδας του εντέρου, σε συνδυασμό με την FIT για την πρόβλεψη πρώιμου σταδίου του CRC, θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλό ποσοστό αληθώς θετικών και σε χαμηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων» είπε ο Gacesa και συνέχισε λέγοντας ότι «με αυτόν τον τρόπο, ενδέχεται να μειώσουμε το ποσοστό των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων κατά 50% περίπου», «άλλωστε ιδανικά, δεν θέλουμε να ανιχνεύσουμε τον καρκίνο όταν είναι ήδη εγκατεστημένος όποτε και είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί, αλλά θελουμε να εντοπίσουμε όσο το δυνατόν νωρίτερα την ανάπτυξή του», κατέληξε .
Για να καθορίσουν την σχέση μεταξύ του CRC και του μικροβιώματος του εντέρου, οι Ολλανδοί ερευνητές διεξήγαγαν μια διαχρονική μελέτη που πραγματοποιήθηκε το χρονικό διάστημα 2000 – 2022. Κατά την διάρκεια αυτής, εξετάσθηκε το εάν ο καρκίνος του παχέος εντέρου αλλάζει την σύνθεση του μικροβιώματος καθώς επίσης και το εάν οι αλλαγές της σύνθεσής του συμβάλλουν στην ανάπτυξη προκαρκινικών βλαβών και καρκίνου.
Βασίστηκαν σε δεδομένα από το ολλανδικό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου παχέος εντέρου, που περιλαμβάνει αποτελέσματα FIT και κολονοσκοπήσεων σε άτομα ηλικίας άνω των 55 ετών, ενώ ταυτόχρονα καταγράφηκαν και οι περιπτώσεις βιοψιών παχέος εντέρου, από την μεγάλη ολλανδική εθνική βάση δεδομένων ιατρικών βιοψιών (PALGA). Ακολούθως όλα τα παραπάνω συνδυάστηκαν με δεδομένα που προέκυψαν από την ανάλυση 8208 δειγμάτων εντερικού μικροβιώματος που συλλέχθηκαν μεταξύ 2012 και 2015.
«Αυτό μας επέτρεψε να συσχετίσουμε την σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου με ιστολογικές πληροφορίες και τις προκαρκινικές – καρκινικές βλάβες του παχέος εντέρου, συμπεριλαμβανομένου του πότε ανιχνεύθηκαν αυτές οι βλάβες σε σχέση με τη λήψη των δειγμάτων για την ανάλυση του μικροβιώματος», εξήγησε ο Gacesa.
get the
info
ΠΡΩΤΑ Ο ΑΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΩΤΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Με την ανάλυση των δειγμάτων προσδιορίστηκε η σύνθεση, η λειτουργία και το γονιδιωματικό προφίλ της μικροχλωρίδας του εντέρου, τόσο σε συμμετέχοντες που ανέπτυξαν προκαρκινικές βλάβες του παχέος εντέρου πριν από τη λήψη δείγματος κοπράνων 2000 – 2015, όσο και σε εκείνους που ανέπτυξαν βλάβες μετά την λήψη δείγματος κατά το διάστημα 2015 – 2022 .
Η ομάδα ελέγχου περιλάμβανε 2.123 άτομα από τον γενικό πληθυσμό με φυσιολογικά ευρήματα κολονοσκόπησης.
Με την ολοκλήρωση της μελέτης τα συμπεράσματα που εξήχθησαν και διατυπώθηκαν από τον επικεφαλής της, ήταν ότι «διαπιστώθηκε σημαντική μείωση της ποικιλομορφίας του μικροβιώματος του εντέρου τόσο σε προκαρκινικές όσο και σε καρκινικές βλάβες του παχέος εντέρου. Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε μια πτώση του αριθμού ορισμένων κοινών βακτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του faecalibacterium, τόσο στους ήδη νοσούντες όσο και σε μελλοντικούς ασθενείς. Παράλληλα εντοπίστηκε μια πολύ σημαντική αύξηση του βακτηρίου Alistipes Finegoldii σε πάσχοντες από καρκίνο του παχέος εντέρου, υποδηλώνοντας την ισχυρή συσχέτιση του με τον συγκεκριμένο καρκίνο στον άνθρωπο».
Τέλος, παρατηρήθηκε ότι μεταξύ των βακτηριακών ειδών που συνδέονται με την ανάπτυξη προκαρκινικών βλαβών στο μέλλον, ήταν αυτά της οικογενείας των Lachnospiraceae, τα γένη Roseburia και Eubacterium.
Κλείνοντας την συνεδρία, ο Loris Lopetuso, MD γαστρεντερολόγος, από το Fondazione Policlinico Universitario Agostino Gemelli της Ρώμης, ο οποίος ήταν και ο συντονιστής αυτής, ανέφερε ότι «η μελέτη της επιστημονικής ομάδας του Ranko Gacesa PHD ήταν μια από τις μεγαλύτερες που είχε δει με σημαντικά και ενδιαφέροντα ευρήματα. Αποτελεί αναγκαιότητα η εύρεση νέων προγνωστικών παραγόντων συσχετιζόμενων με την ογκογένεση, και παρόλο που υπάρχουν μερικοί σημαντικοί, όπως ο FIT, δεν αρκούν. Η ανάλυση της σύνθεσης της μικροχλωρίδας του εντέρου προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται πολλά υποσχόμενη, θα χρειαστούν όμως περισσότερες μελέτες προκειμένου να καθιερωθεί ως εργαλείο στην πρόγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου».