

Οξειδωμένη LDL (οξειδωμένη LDL): Ένας ανεξάρτητος βιοδείκτης αθηρογόνου κινδύνου
Η LDL (λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας) αποτελεί την κύρια μεταφορική μορφή χοληστερόλης στο πλάσμα ή οποία χοληστερόλη είναι απαραίτητη για βασικές βιολογικές λειτουργίες όπως η σύνθεση κυτταρικών μεμβρανών και στεροειδών ορμονών καθώς και της βιταμίνης D . Κάθε μόριο LDL φέρει στην επιφάνειά του την αποπρωτεΐνη apoB 100, η οποία λειτουργεί ως «μοριακό κλειδί» για την αναγνώρισή του από τους υποδοχείς των κυττάρων και τη σωστή μεταφορά της χοληστερόλης στους ιστούς που τη χρειάζονται.
Η οξειδωμένη LDL είναι μια μορφή της LDL που έχει υποστεί οξειδωτική τροποποίηση, κυρίως στο επίπεδο της πρωτεΐνης apoB 100. Η τροποποίηση αυτή οφείλεται στη δράση ελευθέρων ριζών, μεταλλικών ιόντων όπως ο σίδηρος και ο χαλκός, καθώς και ενζύμων όπως η μυελοϋπεροξειδάση. Η οξείδωση της LDL συμβαίνει κατά κύριο λόγο στον υποενδοθηλιακό χώρο των αγγείων, σε περιβάλλον οξειδωτικού και φλεγμονώδους stress.
Όταν η apoB 100 τροποποιείται, η LDL χάνει την ικανότητά της να αναγνωρίζεται από τους φυσιολογικούς υποδοχείς LDL-R και πλέον προσλαμβάνεται από τους scavenger υποδοχείς που εντοπίζονται στα μακροφάγα. Τα μακροφάγα, προσλαμβάνοντας πολλαπλά μόρια οξειδωμένης LDL, μετατρέπονται σε αφρώδη κύτταρα (foam cells), τα οποία εγκαθίστανται στον αγγειακό ενδοθηλιακό χώρο και συνεισφέρουν καθοριστικά στην έναρξη και εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, ενεργοποίηση φλεγμονώδους απάντησης και σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας.
Η οξειδωμένη LDL δεν αποτελεί απλώς μια «τροποποιημένη» LDL. Είναι ένα βιοδραστικό, προφλεγμονώδες και εξαιρετικά αθηρογόνο μόριο, το οποίο παρεμβαίνει ενεργά στο φλεγμονώδες μικροπεριβάλλον του αγγειακού ενδοθηλίου, προάγοντας την τοπική φλεγμονή και την αγγειακή δυσλειτουργία..
Η οξειδωμένη LDL αναγνωρίζεται πλέον ως ανεξάρτητος βιοδείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου, με διαγνωστική και προγνωστική αξία που υπερβαίνει εκείνη των κλασικών λιπιδικών δεικτών όπως η LDL, HDL και τα τριγλυκερίδια.
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι αυξημένα επίπεδα οξειδωμένης LDL στο πλάσμα σχετίζονται με σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου και μεταβολικού συνδρόμου, ανεξάρτητα από τα επίπεδα της ολικής ή LDL χοληστερόλης. Επιπλέον, η οξειδωμένη LDL φαίνεται να παίζει ρόλο στη διατήρηση χρόνιας φλεγμονής και στην εξέλιξη υποκλινικής αθηροσκλήρωσης, ιδιαίτερα σε πληθυσμούς με παράγοντες κινδύνου όπως σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 ή οικογενής υπερχοληστερολαιμία.
Η μέτρηση της οξειδωμένης LDL μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε ασθενείς με φαινομενικά φυσιολογικό λιπιδαιμικό προφίλ αλλά αυξημένο συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο, καθώς προσφέρει πληροφορίες για την ποιοτική κατάσταση των λιποπρωτεϊνών και την ενεργότητα της αθηροσκλήρωσης.
Η “Ανάλυση”, παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις στην προληπτική καρδιολογία και στον τομέα της εργαστηριακής λιπιδιολογίας, προσφέρει τη δυνατότητα ποσοτικού προσδιορισμού της οξειδωμένης LDL, ενισχύοντας τη συνολική εκτίμηση του αθηρογόνου κινδύνου και παρέχοντας στους θεράποντες ιατρούς ένα εργαλείο έγκαιρης πρόληψης και στοχευμένης παρέμβασης.
Βιβλιογραφία
- Zhou Y et al. (2024). Oxidized LDL and atherosclerosis risk. J Clin Lipidol.
- Singh R et al. (2023). Meta-analysis of oxLDL and cardiovascular events. Atherosclerosis.
- Jylhävä J et al. (2024). OxLDL, arterial stiffness, and inflammation. BMC Cardiovasc Disord.
