Μοριακή ανίχνευση νόσου του Γουίλσον (Wilson’s disease)
Γενικές πληροφορίες
Η νόσος Wilson (WD) είναι μια διαταραχή που προκύπτει από την αδυναμία του οργανισμού να αποβάλλει την περίσσεια χαλκού στην χολή με αποτέλεσμα, αρχικά τη συσσώρευσή του στο ήπαρ και σταδιακά σε άλλα όργανα του σώματος όπως ο εγκέφαλος, οι νεφροί, τα οστά και ο κερατοειδής.
Οι πρώτες κλινικές εκδηλώσεις της παρουσιάζονται στο ήπαρ και το νευρικό σύστημα. Οι ηπατικές εκδηλώσεις είναι ποικίλες από ηπατομεγαλία ή άλλα μη ειδικά συμπτώματα που μιμούνται την ιογενή ηπατίτιδα, έως σοβαρή ηπατική βλάβη, όπως η κίρρωση. Στις νευρολογικές εκδηλώσεις περιλαμβάνονται η αδυναμία εκτέλεσης λεπτών κινήσεων, η αταξία και η δυσφαγία, ενώ ψυχιατρικές εκδηλώσεις αναφέρονται στο 20% περίπου των ασθενών.
Ένα από τα χαρακτηριστικά ευρήματα της νόσου είναι η εμφάνιση του δακτυλίου του Kayser-Fleischer στους οφθαλμούς. Πρόκειται για έναν καφέ – πράσινο δακτύλιο στην μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμού (κερατοειδή) που περιβάλλει την ίριδα και οφείλεται στην εναπόθεση χαλκού σε αυτόν.
Τα πρώτα συμπτώματα της πάθησης γίνονται αντιληπτά κατά την πρώτη ή τη δεύτερη δεκαετία της ζωής των νοσούντων, η δε μη αντιμετώπιση της μπορεί να επιφέρει ηπατική ανεπάρκεια, σοβαρή εγκεφαλική βλάβη ή ακόμη και τον θάνατο.
Η νόσος Wilson προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο ATP7B. Το συγκεκριμένο γονίδιο είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της πρωτεΐνης ATPase 2, ο ρόλος της οποίας είναι η μεταφορά και η απομάκρυνση του χαλκού από το ήπαρ και από αλλά μέρη του σώματος μέσω αυτού. Ο χαλκός είναι απαραίτητος για πολλές κυτταρικές λειτουργίες, είναι όμως και τοξικός όταν υπάρχει σε υπερβολικές ποσότητες. Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο ATP7B εμποδίζουν τη σωστή λειτουργία της πρωτεΐνης μεταφοράς, με αποτέλεσμα η περίσσεια χαλκού να μην απομακρύνεται από το σώμα. Ως αποτέλεσμα, ο χαλκός συσσωρεύεται σε τοξικά επίπεδα που μπορεί να είναι επιβλαβή σε ιστούς και όργανα, ιδιαίτερα στο ήπαρ και τον εγκέφαλο.
Η νόσος κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο χαρακτήρα.
Μέθοδος
Πραγματοποιείται απομόνωση ολικού γενωμικού DNA και ακολουθεί εκλεκτικός πολλαπλασιασμός με PCR. Στη συνέχεια πραγματοποιείται αλληλούχηση του γονιδίου ATP7B.
Είδος δείγματος
Περιφερικό αίμα σε EDTA