Μοριακή ανίχνευση οζώδους σκλήρυνσης (tuberous sclerosis)
Γενικές πληροφορίες
Η οζώδης σκλήρυνση είναι μια γενετική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη πολυάριθμων μη καρκινικών (καλοηθών) όγκων σε πολλά μέρη του σώματος. Αυτοί οι όγκοι μπορεί να εμφανιστούν στον εγκέφαλο, τα νεφρά, την καρδιά, το δέρμα και άλλα όργανα, οδηγώντας σε ορισμένες περιπτώσεις σε σημαντικά προβλήματα υγείας. Η οζώδης σκλήρυνση προκαλεί επίσης αναπτυξιακά προβλήματα και τα συμπτώματα της πάθησης διαφέρουν από άτομο σε άτομο.
Η οζώδης σκλήρυνση συχνά επηρεάζει τον εγκέφαλο. Κάποια από τα προσβεβλημένα άτομα μπορεί να παρουσιάσουν καλοήθεις όγκους στην εξωτερική επιφάνεια του εγκεφάλου (εγκεφαλικός φλοιός). Τα πάσχοντα άτομα συχνά αναπτύσσουν ένα πρότυπο συμπεριφορών που ονομάζεται νευροψυχιατρικές διαταραχές που σχετίζονται με την οζώδη σκλήρυνση (TAND). Αυτές οι διαταραχές περιλαμβάνουν υπερκινητικότητα, επιθετικότητα, ψυχιατρικές παθήσεις, διανοητική αναπηρία και προβλήματα επικοινωνίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης (διαταραχή του φάσματος του αυτισμού). Επιπλέον, άτομα με οζώδη σκλήρυνση μπορεί να έχουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) ή επιληπτικές κρίσεις.
Οι όγκοι των νεφρών είναι συχνοί σε άτομα με οζώδη σκλήρυνση και μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία τους. Επιπλέον, όγκοι μπορεί να αναπτυχθούν στην καρδιά και στον αμφιβληστροειδή του οφθαλμού. Ορισμένες πάσχουσες γυναίκες αναπτύσσουν λεμφαγγειολειομυωμάτωση, η οποία είναι μια πνευμονική νόσος που χαρακτηρίζεται από την υπερανάπτυξη λείου μυϊκού ιστού στους πνεύμονες που προκαλεί βήχα, δύσπνοια, πόνο στο στήθος και κατάρρευση των πνευμόνων.
Σχεδόν όλοι οι πάσχοντες έχουν δερματικές ανωμαλίες, όπως κηλίδες ασυνήθιστα ανοιχτόχρωμου δέρματος και όγκους κάτω από τα νύχια. Οι όγκοι στο πρόσωπο είναι επίσης συνηθισμένοι που ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Μερικές φορές, τα προσβεβλημένα άτομα έχουν βλάβες στα οστά ή τα δόντια.
Η οζώδης σκλήρυνση επηρεάζει 1 στα 6.000 έως 10.000 άτομα.
Mεταλλάξεις στο γονίδιο TSC1 ή TSC2 μπορεί να προκαλέσουν οζώδη σκλήρυνση. Τα γονίδια TSC1 και TSC2 παρέχουν οδηγίες για την παραγωγή δύο πρωτεϊνών, οι οποίες συνεργάζονται για να βοηθήσουν στη ρύθμιση της κυτταρικής ανάπτυξης και διαίρεσης καθώς και του μεγέθους των κυττάρων. Οι πρωτεΐνες δρουν ογκοκατασταλτικά και φυσιολογικά εμποδίζουν τα κύτταρα να αναπτυχθούν και να διαιρεθούν πολύ γρήγορα ή με ανεξέλεγκτο τρόπο.
Τα άτομα με οζώδη σκλήρυνση έχουν ένα τροποποιημένο αντίγραφο του γονιδίου TSC1 ή του γονιδίου TSC2 σε κάθε κύτταρο. Μια μετάλλαξη σε ένα αντίγραφο του γονιδίου TSC1 ή του γονιδίου TSC2 εμποδίζει τα κύτταρα να παράγουν την αντίστοιχη λειτουργική πρωτεΐνη. Ωστόσο, συνήθως παράγεται αρκετή πρωτεΐνη από το άλλο, φυσιολογικό αντίγραφο του γονιδίου TSC1 ή TSC2 για να ρυθμίζει αποτελεσματικά την κυτταρική ανάπτυξη. Για να αναπτυχθούν όγκοι στην οζώδη σκλήρυνση, μια δεύτερη μετάλλαξη στο άλλο αντίγραφο του γονιδίου TSC1 ή TSC2 πρέπει να συμβεί στα κύτταρα κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.
Η απώλεια οποιασδήποτε από αυτές τις δύο πρωτεΐνες επιτρέπει στο κύτταρο να αναπτυχθεί και να διαιρεθεί με ανεξέλεγκτο τρόπο με αποτέλεσμα την ανάπτυξη όγκων σε πολλά διαφορετικά όργανα και ιστούς, που είναι χαρακτηριστική στην οζώδη σκλήρυνση.
Μέθοδος
Πραγματοποιείται απομόνωση ολικού γενωμικού DNA και ακολουθεί εκλεκτικός πολλαπλασιασμός με PCR. Στη συνέχεια πραγματοποιείται αλληλούχηση των γονιδίων TSC1 και TSC2.
Είδος δείγματος
Περιφερικό αίμα σε EDTA